- φυλάκωμα
- το, Ν [φυλακώνω]φυλάκιση, εγκλεισμός στη φυλακή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλάκωμα — το, ατος η φυλάκιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)